σκανταλιά

σκανταλιά
και σκανδαλιά, η, Ν [σκάνταλο / σκάνδαλο]
πράξη που χαρακτηρίζεται από έλλειψη τάξης ή πειθαρχίας, αταξία, απειθαρχία («τα παιδιά κάνουν πολλές σκανταλιές»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκανταλιά — η είδος παγίδας για πουλιά: Έστησε τη σκανταλιά για να πιάσει σπουργίτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”